εύριπος

εύριπος
Ονομασία πορθμών της αρχαιότητας. 1. Στενή θαλάσσια λωρίδα που χώριζε την Εύβοια από την ηπειρωτική Ελλάδα. Ήταν πασίγνωστος για τα σπάνια παλιρροϊκά φαινόμενά του. Από το 411 π.Χ. κατασκευάστηκε εκεί ξύλινη γέφυρα μήκους 2 πλέθρων (60 μ.) που στα χρόνια του Μεγάλου Αλεξάνδρου οχυρώθηκε με πύργους και τείχη. Πολλοί φιλόσοφοι ασχολήθηκαν με τα παλιρροϊκά προβλήματα του Ε., ανάμεσά τους ο Αριστοτέλης, που πρώτος έλυσε ορισμένα από αυτά. 2. Στενό τμήμα θάλασσας που χώριζε στα δύο την πόλη της Κνίδου. Εξασφάλιζε μεγαλύτερη προστασία στο αποκομμένο από την ξηρά τμήμα, που φαίνεται πως πρώτο αυτό είχε κατοικηθεί. Με την αύξηση του πληθυσμού, η πόλη επεκτάθηκε και προς την άλλη πλευρά. 3. Το άνοιγμα του κόλπου της Καλλονής που εισχωρούσε βαθιά στη Λέσβο. Ονομάστηκε έτσι από την πόλη Πύρρα, που δέσποζε στην περιοχή. 4. Θαλάσσιο τμήμα που χώριζε την αρχαία πόλη της Μυτιλήνης στα δύο, ενώνοντας το βόρειο και το νότιο λιμάνι της. Σήμερα, με τις προσχώσεις, ο πορθμός έχει εξαφανιστεί και στη θέση του είναι χτισμένη η αγορά της Μυτιλήνης. 5. Το στενότερο σημείο του Ελλησπόντου, στα νότια της αρχαίας πόλης Αβύδου, στη μικρασιατική ακτή, νοτιοδυτικά από τη Μάδυτο. Αεροφωτογραφία της Χαλκίδας, στην οποία διακρίνεται και ο πορθμός του Ευρίπου (φωτ. ΑΠΕ).
* * *
ο (ΑΜ εὔριπος)
1. πορθμός με ορμητικό θαλάσσιο ρεύμα ή παλίρροια
2. ως κύριο όν. ο Εύριπος
ο πορθμός τής Χαλκίδας που χωρίζει την Εύβοια από τη Βοιωτία
αρχ.
1. άστατος χαρακτήρας
2. διώρυγα
3. η τάφρος στον ιππόδρομο τής Ρώμης που προστάτευε τους θεατές από τα θηρία
4. ριπίδιο, βεντάλια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ριπή. Η λέξη δήλωνε αρχικά «στενό θάλασσας με δυνατή παλίρροια» και χρησιμοποιήθηκε ειδικότερα για τη θαλάσσια λωρίδα που χωρίζει την Εύβοια από τη Βοιωτία. Αργότερα σήμαινε γενικά «διώρυγα, τάφρος» και με μία τελείως διαφορετική σημ. —από επίδραση τών ριπίς, -ίδος ριπίζω— «ριπίδιο, βεντάλια» (Γαληνός). Η λέξη εύριπος μαρτυρείται και στο μυκην. τοπωνύμιο ewiripo].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Εὔριπος — any strait masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔριπος — εὔρῑπος , εὔριπος any strait masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εὐρίποιο — Εὔριπος any strait masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εὐρίποις — Εὔριπος any strait masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εὐρίπου — Εὔριπος any strait masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εὐρίπους — Εὔριπος any strait masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εὐρίπων — Εὔριπος any strait masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εὐρίπῳ — Εὔριπος any strait masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εὔριποι — Εὔριπος any strait masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εὔριπον — Εὔριπος any strait masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”